- λιποψυχώδης
- λῐποψῡχ-ώδης, ες,A like λιποψυχία, faint, Hp.Acut.42.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιποψυχώδης — λιποψυχώδης, ῶδες (Α) [λιποψυχία] αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά τής λιποθυμίας («λιποψυχώδεα πονηρά [συμπτώματα]», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek